dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
έκρηξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Explosion
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έκρηξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
έκρηξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Detonation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έκρηξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Knall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έκρηξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sprengung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)