dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αναμέτρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ermessen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κρίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ermessen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σταθμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ermessen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
διακριτική εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ermessensbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ζήτημα προσωπικής εκτίμησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ermessensfrage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ζήτημα προσωπικής εκτίμησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ermessenssache
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κατά βούληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nach eigenem Ermessen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καταμετρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermessen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τοπογραφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermessen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αλαζονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermessen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
υπεροπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermessen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χωρομετρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermessen
Ⓦ
Ⓖ
…