dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hindern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abraten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschrecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwenden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausreden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhindern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhüten
Ⓦ
Ⓖ
…