dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Atem
Ⓦ
Ⓖ
…
αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Atmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
τεχνητή αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beatmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δερματική αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hautatmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τεχνητή αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
künstliche Beatmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίρνω αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Luft holen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δυσάρεστη αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mundgeruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τεχνητή αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wiederbelebung
Ⓦ
Ⓖ
…