dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τεντωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γεμάτος έξαψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
περίεργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τεταμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
τσίτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
κουρασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εξαντλημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τεντωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τεταμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εντεταμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τέζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τεντωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgespannt
Ⓦ
Ⓖ
…