dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φωτογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Photo
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
φωτογράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Photograph
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φωτογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Photographie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φωτογραφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
photographieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φωτόνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Photon
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φωτοσύνθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Photosynthese
Ⓦ
Ⓖ
…
φωτοβολταϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Photovoltaik-
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
φωτοκύτταρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Photozelle
Ⓦ
Ⓖ
…