dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταπλακώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρασέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χτυπώ με όχημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überfahren
Ⓦ
Ⓖ
…