dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χούφτιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Greifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
άπτομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
greifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
greifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χουφτιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
greifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χουφτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
greifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
greifen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)