dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανοιχτόμυαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgeschlossen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανοιχτόμυαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
großzügig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανοιχτόμυαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weltoffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)