dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erzeugen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konstruieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anfertigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
produzieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abteufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfinden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verfertigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
errichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bilden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)