dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbeuten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überbrücken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwerten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausnützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausnutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beanspruchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beuteln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übervorteilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wahrnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaften
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
benutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)