dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φάβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Platterbse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φάβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ackerbohne
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φάβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Linse
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
κάποιον λάκκο έχει η φάβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
an der Sache ist etwas faul
Ⓦ
Ⓖ
…
κάποιο λάκκο έχει η φάβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
da ist etwas faul
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κάποιο λάκκο έχει η φάβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die Sache hat einen Haken
Ⓦ
Ⓖ
…