dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υπερπήδηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Überspringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπερπήδηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überwindung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
υπερπήδηση εμποδίων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Springreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπερπήδηση λίμνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wassergraben
Ⓦ
Ⓖ
…