dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
συμπληρωματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergänzend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συμπληρωματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zusatz-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συμπληρωματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusätzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
συμπληρωματικός μηχανισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergänzender Mechanismus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συμπληρωματικός τόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ergänzungsband
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμπληρωματικός προϋπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nachtragshaushalt
Ⓦ
Ⓖ
…
συμπληρωματικός προϋπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nachtragshaushaltsplan
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συμπληρωματικός διορθωτικός φόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Steuernachzahlung
Ⓦ
Ⓖ
…