dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συμπιεστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kompressor
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμπιεστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verdichter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
αεροσυμπιεστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Luftkompressor
Ⓦ
Ⓖ
…