dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
συμβατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herkömmlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
συμβατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konventionell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συμβατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vertrags-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συμβατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vertragsmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
συμβατικός ιατρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schulmediziner
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αντισυμβατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vertragswidrig
Ⓦ
Ⓖ
…