dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
προστάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beschützer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
προστάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schirmherr
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
προστάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hüter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
προστάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Prostata
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
προστάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gönner
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
προστάτης οικογενείας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ernährer der Familie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προστάτης άγιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Patron
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
προστάτης άγιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schutzpatron
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
προστάτης αδένας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorsteherdrüse
Ⓦ
Ⓖ
…