dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
πελάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Klient
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
πελάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kunde
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
πελάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gast
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
πελάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mandant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πελάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Käufer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πελάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Auftraggeber
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
πελάτης πόρνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Freier
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σημαντικός πελάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Großkunde
Ⓦ
Ⓖ
…
πελάτης δικηγόρου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mandant
Ⓦ
Ⓖ
…