dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
παρακαταθήκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einlage
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παρακαταθήκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorrat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρακαταθήκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reserve
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αποστέλλω εμπόρευμα επί παρακαταθήκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konsignieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρακαταθήκη δημοσίου δικαίου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
öffentliche Verwahrung
Ⓦ
Ⓖ
…