dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
νομιμοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Legalisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
νομιμοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Legitimation
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
νομιμοποίηση παράνομου χρήματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geldwäsche
Ⓦ
Ⓖ
…