dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
μανίκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ärmel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μανίκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fick
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μανίκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Griff
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
μανίκι τριών τετάρτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dreiviertelärmel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μανίκι πουκαμίσου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hemdärmel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μανικιούρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Maniküre
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μανικιούρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nagelpflege
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φουσκωτό μανίκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Puffärmel
Ⓦ
Ⓖ
…