dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μάτσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Batzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μάτσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bündel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μάτσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Strauß
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
ματσόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Holzhammer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ματσούκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Knüppel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ματσούκα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Knüppel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ματσουκιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schlag mit dem Knüppel
Ⓦ
Ⓖ
…