dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
λευκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weiß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λευκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blank
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λευκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blanko
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
γλεύκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Most
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Λευκοσκαλίδρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sanderling
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ολόλευκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schneeweiß
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χιονόλευκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schneeweiß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λευκοσιδηρουργία-μαχαιροποιία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Spenglerei und Schneidwarenherstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λευκοσίδηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Weißblech
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
Λευκός Οίκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Weiße Haus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
υπόλευκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weißlich
Ⓦ
Ⓖ
…
λευκός οίνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Weißwein
Ⓦ
Ⓖ
…