dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
κατώτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschüssig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κατώτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geringer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κατώτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niedriger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κατώτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untergeordnet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κατώτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
κατώτερος δικαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Haftrichter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κατώτερος μισθός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mindestlohn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κατώτερος κύκλος εκπαίδευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterstufe
Ⓦ
Ⓖ
…