dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
καπάτσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gewandt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
καπάτσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
clever
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
καπάτσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pfiffig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
καπατσοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Cleverness
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
καπατσοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gewandtheit
Ⓦ
Ⓖ
…