dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
τα
κακά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kacke
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
κακά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlecht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κακά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlimm
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
κακαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abkratzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
κακά χάλια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
elender Zustand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κακαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gackern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κακαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
glucken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
χαιρέκακα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hämisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γελώ χαιρέκακα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hämisch grinsen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κακαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ins Gras beißen
Ⓦ
Ⓖ
…
κακάο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kakao
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
χαιρέκακα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schadenfroh
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ανεξίκακα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versöhnlich
Ⓦ
Ⓖ
…