dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καθοδήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anleitung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
καθοδήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Leitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καθοδήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Direktive
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καθοδήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Weisung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καθοδήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Führung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
εκπαιδευτική καθοδήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bildungsberatung
Ⓦ
Ⓖ
…