dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
κάπου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
irgendwo
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κάπου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
irgendwohin
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίρρημα
κάπου κάπου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ab und zu
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κάπου αλλού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anderswo
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
καπουτσίνο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Cappuccino
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
καπουτσίνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kapuziner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κάπου κάπου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
manchmal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κάπου αλλού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
woanders
Ⓦ
Ⓖ
…