dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
επιπρόσθετος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusätzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
επιπρόσθετος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zusatz-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επιπρόσθετος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergänzend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
επιπρόσθετος εξοπλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Extraausstattung
Ⓦ
Ⓖ
…