dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ενσάρκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verkörperung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενσάρκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Inkarnation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενσάρκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Menschwerdung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
μετενσάρκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reinkarnation
Ⓦ
Ⓖ
…