dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
ενεργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aktiv
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ενεργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
effektiv
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ενεργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tätig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
ανενεργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
inaktiv
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ενεργός γεωργικός πληθυσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
landwirtschaftliche Erwerbsbevölkerung
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ραδιενεργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
radioaktiv
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανενεργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unwirksam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθίσταμαι ανενεργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unwirksam werden
Ⓦ
Ⓖ
…