dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εμπλοκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Versagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εμπλοκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verwicklung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
απεμπλοκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Loslösung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εμπλοκή χαρτιού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Papierstau
Ⓦ
Ⓖ
…