dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
ελίτ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Elite
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
ελιτίστικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
elitär
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ελιτισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
elitäre Art
Ⓦ
Ⓖ
…