dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
δεμάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bündel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δεμάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Garbe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δεμάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gebinde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δεμάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Packen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δεμάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Strohballen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
δεματιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bündeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δεμάτιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bündelung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δεμάτι σταχυών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Garbe
Ⓦ
Ⓖ
…