dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
βότανο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kraut
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
βότανο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Pflanze
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
βοτανολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Botanik
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
βοτανολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Botaniker
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βοτανολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Botanikerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
βοτανολογικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
botanisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αγριοβότανο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kraut
Ⓦ
Ⓖ
…