dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
αποθεματικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spareinlage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αποθεματικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reserve
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αποθεματικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rücklage
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
λογιστικό αποθεματικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Betriebsrücklage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αποθεματικό του προϋπολογισμού ΕΚ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
EG-Haushaltsrücklage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αποθεματικό σε ρευστό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Liquiditätsreserve
Ⓦ
Ⓖ
…
ελάχιστο αποθεματικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mindestreserve
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποθεματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Reserve-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αποθεματικό νόμισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Reservewährung
Ⓦ
Ⓖ
…