dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αμειβόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
honoriert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμειβόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belohnt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμειβόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entlohnt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμειβόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bezahlt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
καλά αμειβόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Großverdiener
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υψηλά αμειβόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spitzenverdiener
Ⓦ
Ⓖ
…