dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αδικία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ungerechtigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αδικία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Unrecht
Ⓦ
Ⓖ
…