dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
έκκληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Appell
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έκκληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufforderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έκκληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufruf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έκκληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ersuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έκκληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Berufung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
κάνω έκκληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
appellieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έκκληση αναστολής θανατικής ποινής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Begnadigungsgesuch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κάνω έκκληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ersuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έκκληση για δωρεές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spendenaufruf
Ⓦ
Ⓖ
…