dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
υπερβολικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertrieben
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
υπερβολικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertrieben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
θρησκόληπτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertrieben religiös
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπερεκτίμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
übertriebene Achtung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπερεκτιμώ κάποιον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertriebene Achtung vor jemandem haben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θρησκοληψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
übertriebene Religiosität
Ⓦ
Ⓖ
…