dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Πρόθεση
παρά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuwider
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
μου είναι δυσάρεστο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuwider sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuwiderhandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παράβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuwiderhandlung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αδίκημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuwiderhandlung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντιβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuwiderlaufen
Ⓦ
Ⓖ
…