dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
ερειπωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zertrümmert
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)