dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αξιόχρεος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zahlungsfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
φερέγγυος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zahlungsfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)