dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
στοιχηματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wetten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω στοίχημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wetten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ποντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wetten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
ποντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf etwas wetten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Organisation für Fußballwetten
Ⓦ
Ⓖ
…