dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λιγοστεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weniger werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weniger werden
Ⓦ
Ⓖ
…