dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
γυναικείος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weiblich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θηλυκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weiblich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θήλυ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weiblich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
θηλυπρεπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weiblich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)