dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χυδαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vulgär
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
χυδαία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vulgär
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
χυδαϊστί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vulgär
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πληβείος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vulgär
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρόστυχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vulgär
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
χυδαιολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vulgär fluchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Λαϊκή Λατινική γλώσσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vulgärlatein
Ⓦ
Ⓖ
…