dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
προκαταβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
voraus bezahlen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)