dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
ενισχυμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstärkt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
ενισχυμένη συνεργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstärkte Zusammenarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…