dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
veil
Εννοούσατε:
Beil
geil
heil
Keil
Seil
Teil
viel
weil
Εν μέρει αντιστοιχίες:
Veilchen
Veilchen-
veilchenblau